- δημῶδες
- δημώδηςpopularmasc/fem voc sgδημώδηςpopularneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Καταλονία — (ισπαν. Catalun∼a, καταλ. Catalunya). Ημιαυτόνομη περιοχή (32.114 τ. χλμ., 6.361.365 το 2001) της βορειοανατολικής Ισπανίας με πρωτεύουσα τη Βαρκελώνη. Ορίζεται Α από τη Μεσόγειο και Β από τα Πυρηναία και συνορεύει Ν με τη Βαλένθια και Δ με την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
APHACE — urbs Libyae. Steph. Fuit et Aphacc, vel Aphaca, Palaestinae locus inter Helipolim, et Byblum, ubi fanum Veneris Aphacicidis. Eusebius in vita Constantini, l. 3. c. 53. Α῎λσος καὶ τέεμνος εν ἀκρωρείας μέρει τȏυ Λιβάνου εν Ἀφάκοις ἱδρυμένον. Ubi… … Hofmann J. Lexicon universale
κουλεβρίνα — η (στρ. ιστ.) ένα από τα αρχαιότερα πυροβόλα όπλα. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. couleuvrine < γαλλ. couleuvre < δημώδες λατ. colobra < λατ. coluber «φίδι»] … Dictionary of Greek
λειανοτράγουδο — το δημώδες άσμα που αποτελείται από δύο στίχους, δίστιχο … Dictionary of Greek
παραλογή — (I) και παραλοή, η 1. δημώδες άσμα αφηγηματικής μορφής με πολλά επικολυρικά στοιχεία και φανταστική υπόθεση και με πιο συνήθη θέματα ερωτικές ιστορίες, περιπλανήσεις, εκδίκηση για απιστία, αδελφική αγάπη, πολεμικά κατορθώματα κ.ά. 2. (ιδίως στα… … Dictionary of Greek
ριμάδα — η, Ν ομοιοκατάληκτο δημώδες δίστιχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρίμα + κατάλ. άδα (πρβλ. πυρ άδα)] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
Σπυριδάκης, Γεώργιος — Καθηγητής στο πανεπιστήμιο, λαογράφος (1906 1975). Καταγόταν από την Κρήτη, σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του πανεπιστήμιου της Αθήνας και έπειτα ολοκλήρωσε τις σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βιέννης. Διατέλεσε καθηγητής μέσης εκπαίδευσης,… … Dictionary of Greek